"Aν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα"
Είναι μέρες τώρα που παραμένω αδρανής απέναντι στα πλήκτρα. Σχολάω από τις βάρδιες σαν ένας άλλος θερμαστής του Καβαδία και έπειτα από ένα σύντομο ξέπλυμα με νερό και σαπούνι Μασαλίας, βγαίνω στην πρύμνη. Το κεφάλι καπνίζει δαχτυλίδια.
Γλυκά σκίζω το δέρμα, ίσα ίσα βλέπω το αίμα να τρέχει στο απαίδευτο σε τραχύτητες σώμα μου. Φυλάω την σιωπή σε όσα με περιτριγυρίζουν, δίνω συχώρεση σε όσους τσαλαπατούν τα όνειρα που κάναμε παιδιά. Για έναν κόσμο δίκαιο, για ένα ολόγιομο φεγγάρι πάνω από τα κεφάλια των παιδιών μας.
Κι από εκεί ψηλά, από την κουπαστή, τα διακρίνω όλα στον ορίζοντα. Απλωμένα ρούχα μπαντιέρες σε τηλέ-κατάρτια και οι ναύτες μαστουρωμένοι σε μυστικά που σιχαινόμαστε να μαθαίνουμε, που ηδονιζόμαστε να γευόμαστε. Στα φινιστρίνια τα κεφάλια ακουμπάνε βαριά από τον κάματο της μέρας στις παλάμες. Βρόμικες από τη μουτζούρα της μέρας και της νύχτας.
Και τα δαχτυλίδια ανεβαίνουν στον ούτως ή άλλως βρώμικο αέρα. Και το παιδί μέσα να κοιμάται. Ήσυχο, ατάραχο, αθώο. Σκύβω πάνω από το καλάθι του. Αφουγκράζομαι την ανάσα. Είμαι εδώ, για σένα και πονάω από τη δύναμη της σκέψης. Είμαι εδώ, θέλω να το ξέρεις. Εσύ κοιμήσου, να μεγαλώσεις. Εσύ να γλιτώσεις, εσύ να μάθεις, να αγωνιστείς, να χαρείς, να αγαπήσεις και να αγαπηθείς.
Φυλάω το κεφάλι, εικόνισμα που ξέβρασε η θάλασσα πριν 4 μήνες στη ζωής μας. «Γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα». Τα λόγια του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Γλυκά σκίζω το δέρμα, ίσα ίσα βλέπω το αίμα να τρέχει στο απαίδευτο σε τραχύτητες σώμα μου. Φυλάω την σιωπή σε όσα με περιτριγυρίζουν, δίνω συχώρεση σε όσους τσαλαπατούν τα όνειρα που κάναμε παιδιά. Για έναν κόσμο δίκαιο, για ένα ολόγιομο φεγγάρι πάνω από τα κεφάλια των παιδιών μας.
Κι από εκεί ψηλά, από την κουπαστή, τα διακρίνω όλα στον ορίζοντα. Απλωμένα ρούχα μπαντιέρες σε τηλέ-κατάρτια και οι ναύτες μαστουρωμένοι σε μυστικά που σιχαινόμαστε να μαθαίνουμε, που ηδονιζόμαστε να γευόμαστε. Στα φινιστρίνια τα κεφάλια ακουμπάνε βαριά από τον κάματο της μέρας στις παλάμες. Βρόμικες από τη μουτζούρα της μέρας και της νύχτας.
Και τα δαχτυλίδια ανεβαίνουν στον ούτως ή άλλως βρώμικο αέρα. Και το παιδί μέσα να κοιμάται. Ήσυχο, ατάραχο, αθώο. Σκύβω πάνω από το καλάθι του. Αφουγκράζομαι την ανάσα. Είμαι εδώ, για σένα και πονάω από τη δύναμη της σκέψης. Είμαι εδώ, θέλω να το ξέρεις. Εσύ κοιμήσου, να μεγαλώσεις. Εσύ να γλιτώσεις, εσύ να μάθεις, να αγωνιστείς, να χαρείς, να αγαπήσεις και να αγαπηθείς.
Φυλάω το κεφάλι, εικόνισμα που ξέβρασε η θάλασσα πριν 4 μήνες στη ζωής μας. «Γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα». Τα λόγια του Παύλου Σιδηρόπουλου.